- κοιακτήρ
- κοιακτήρMeaning: mystery-servant in SpartaSee also: s. κοῖον.Page in Frisk: 1,891
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
κοιακτήρ — κοιακτήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. κοακτήρ … Dictionary of Greek
κοακτήρ — και κοιακτήρ, ῆρος, ὁ (Α) επιμελητής τών μυστηρίων στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιάζω] … Dictionary of Greek
κοιάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή οι / ο εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης* / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. τού κοῖον] … Dictionary of Greek